- καρδιολόγο
- kalp hastalıkları doktoru
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
καρδιολογικός — ή, ό ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιολογία ή στον καρδιολόγο («καρδιολογική μελέτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiologic < cardiology (πρβλ. καρδιολογία) + ic (πρβλ. ικός)] … Dictionary of Greek
ηχοκαρδιογραφία — Εξέταση που χρησιμοποιεί τους υπερήχους (συχνότητας μεγαλύτερης των 20 kHz που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο), οι οποίοι επιτρέπουν στον γιατρό να σχηματίζει εικόνα της εσωτερικής δομής της καρδιάς και των κινήσεών της. Ένα εξάρτημα που … Dictionary of Greek